NSFW
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
NSFW (en) αρκτικόλεξο
- (διαδικτυακή αργκό) (μην το ανοίξεις/δεις στην δουλειά/εργασία, στο γραφείο) χαρακτηρισμός ιστοσελίδων που περιέχουν εικόνες σεξ ή βίας
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Not safe for work στην αγγλική Βικιπαίδεια