Old English
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]Old English (en)
- (γλώσσα) τα παλαιά αγγλικά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- αγγλοσαξονικά
- παλαιά αγγλικά (ο όρος "αγγλοσαξονικός" έχει ευρύτερη σημασία)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]χρονοδιάγραμμα: σύγχρονα αγγλικά: Modern English < μέση αγγλική: Middle English < αγγλοσαξονικά / παλαιά αγγλικά: Old English, Ænglisc, Anglisc, Englisc ή Anglo-Saxon