PEL
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]PEL (en)
- (πληροφορική), (γραφικά υπολογιστή), (σπάνιο) συντομογραφία των picture element, pixel[1]
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- pel (σπάνιο)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ από αναζήτηση «picture element» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.