Position
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Position | die | Positionen |
γενική | der | Position | der | Positionen |
δοτική | der | Position | den | Positionen |
αιτιατική | die | Position | die | Positionen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Position (de) θηλυκό