Rechte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Rechte (de) θηλυκό

  1. η δεξιά, το δεξί χέρι
  2. η (πολιτική) δεξιά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • die Linke weiß nicht, was die Rechte tut: «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. στ', 3)