Stickstoff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Stickstoff (de) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: άζωτο
Κάτω σαξονικά (nds)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Stickstoff (nds)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: άζωτο