Tante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Tante | die | Tanten |
γενική | der | Tante | der | Tanten |
δοτική | der | Tante | den | Tanten |
αιτιατική | die | Tante | die | Tanten |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Tante (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η θεία
- Wir sollten meine Tante zur Hochzeit einladen.
- Πρέπει να καλέσουμε την θεία μου στον γάμο.
- Wir sollten meine Tante zur Hochzeit einladen.
- (προφορικό) μη συγγενική γυναίκα, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Οικογένεια (γερμανικά)
- Προφορικοί όροι (γερμανικά)