Tatsache
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Tatsache (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Tatsachen)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Gegebenheit θηλυκό
Tatsache (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Tatsachen)