Thailändisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Thailändisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) η ταϊλανδική γλώσσα, τα ταϊλανδικά
Δείτε επίσης : thailändisch |
Thailändisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό