VAT

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: vat

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

VAT (en) (Value Added Tax) άκλιτο αρκτικόλεξο

  • ΦΠΑ, Φόρος Προστιθέμενης Αξίας