aérologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aérologie aérologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aérologie (fr) θηλυκό