aĉetejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetejo | aĉetejoj |
αιτιατική | aĉetejon | aĉetejojn |
aĉetejo (eo)
- η αγορά, ο χώρος όπου αγοράζει κανείς