aĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĵo | aĵoj |
αιτιατική | aĵon | aĵojn |
aĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĵo | aĵoj |
αιτιατική | aĵon | aĵojn |
aĵo (eo)