abâtardissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
abâtardissement abâtardissements

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abâtardissement < abâtardir

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bɑ.taʁ.dis.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abâtardissement (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]