abêtissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.bɛ.tis.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abêtissement | abêtissements |
abêtissement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
abêtissement | abêtissements |
abêtissement (fr) αρσενικό