abaissable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abaissable | abaissables |
Επίθετο
[επεξεργασία]abaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να κατεβαστεί, να κατεβεί
- couvercle abaissable - σκέπασμα που κατεβαίνει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη abaisser