abaisse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abaisse < abaisser
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abaisse | abaisses |
abaisse (fr) θηλυκό
- λεπτό φύλλο ζύμης που αποτελεί το κάτω μέρος ενός γλυκίσματος