abasourdissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ba.suʁ.di.sɑ̃/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abasourdissant | abasourdissants |
θηλυκό | abasourdissante | abasourdissantes |
abasourdissant (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη abasourdir