abbacinamento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abbacinamento < abbacinare + -mento
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
abbacinamento | abbacinamenti |
abbacinamento (it) αρσενικό