abbacinatore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- abbacinatore < abbacinare
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abbacinatore | abbacinatori |
abbacinatore (it)
Επίθετο
[επεξεργασία]abbacinatore (it)