abbagliante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

abbagliante < abbagliare

Επίθετο

[επεξεργασία]

abbagliante

  1. εκθαμβωτικός
  2. περίλαμπρος