abbassatore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abbassatore | abbassatori |
abbassatore (it)
- αυτός που ταπεινώνει
ενικός | πληθυντικός |
abbassatore | abbassatori |
abbassatore (it)