abdiko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abdiko | abdikoj |
αιτιατική | abdikon | abdikojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abdiko (eo)
Ίντο (io)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
abdiko | abdiki |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abdiko (io)