abdomen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

abdomen < (λόγιο δάνειο) μέση γαλλική abdomen < λατινική abdomen < abdo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abdomen (en)



      ενικός         πληθυντικός  
abdomen abdomens

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

abdomen < (κληρονομημένο) μέση γαλλική abdomen < λατινική abdomen

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abdomen (fr) αρσενικό