abduction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abduction | abductions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abduction (en)
- η απαγωγή
- η απομάκρυνση
- ↪ the abduction of heat - η απαγωγή της θερμότητας
- η αρπαγή ατόμου
- ↪ the abduction of a child - η απαγωγή ενός παιδιού
- η απαγωγή (στη γυμναστική)
- ↪ abduction of limbs - απαγωγή των άκρων
- μέθοδος συλλογισμού κατά την οποία ξεκινάμε από μία προφανή πρόταση για να εξαγάγουμε ένα πιθανό (όχι όμως βέβαιο) συμπέρασμα
- η απομάκρυνση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη abduct
Πηγές[επεξεργασία]
- abduction - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- abduction - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abduction | abductions |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ab.dyk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abduction (fr) θηλυκό
- η απαγωγή
Πηγές[επεξεργασία]
- abduction - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- abduction - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online