abelistino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abelistino < abelist(o) + -in- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abelistino | abelistinoj |
αιτιατική | abelistinon | abelistinojn |
abelistino (eo)