aberrant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
aberrant (en)
- αποκλίνων, αφύσικος, απομακρυσμένος από το φυσιολογικό
- ανώμαλος, διεστραμμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- aberrant - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- aberrant - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aberrant | aberrants |
θηλυκό | aberrante | aberrantes |
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
aberrant (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- aberrant - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- aberrant - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online