abholen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

abholen (de)

  • πηγαίνω να πάρω (κάποιον ή κάτι)
sie wird sich freuen, wenn wir sie abholen - θα χαρεί εάν πάμε να την πάρουμε