ability
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ability | abilities |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /əˈbɪl.ə.ti/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /əˈbɪl.ə.t̬i/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ability (en)
- (μόνο ενικός) η ικανότητα, η δυνατότητα, το γεγονός ότι κάποιος ή κάτι μπορεί να κάνει κάτι
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ικανότητα, το ταλέντο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ability - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 385-386. ISBN 9780194325684., λήμμα: ικανότητα