abnormality
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- abnormality < abnormal
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abnormality (en)
- ανωμαλία, το να μην είναι κάτι/κάποιος φυσιολογικός
abnormality (en)