abolitionniste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abolitionniste < abolition
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.bɔ.li.sjɔ.nist/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abolitionniste | abolitionnistes |
abolitionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι υπέρ της κατάργησης (της δουλείας, της θανατικής ποινής, ...)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abolitionniste (fr) αρσενικό
- λέγεται, στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τους οπαδούς της κατάργησης της δουλείας