abonde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
abonde abondes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abonde (fr) θηλυκό