abonigi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abonigi < abon- + -ig- + -i
ρήμα abonigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας abonigas aboniganta abonigata
αόριστος abonigis aboniginta abonigita
μέλλοντας abonigos abonigonta abonigota
υποθετική abonigus - -
προστακτική abonigu - -

abonigi (eo)