aboninformo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aboninformo | aboninformoj |
αιτιατική | aboninformon | aboninformojn |
aboninformo (eo)
- (συνήθως στον πληθυντικό) πληροφορία για συνδρομή