abracadabrant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.bʁa.ca.da.bʁɑ̃/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abracadabrant | abracadabrants |
θηλυκό | abracadabrante | abracadabrantes |
abracadabrant (fr)