abricot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bʁi.ko/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abricot abricots

abricot (fr) αρσενικό

  1. (φρούτο) το βερίκοκο
  2. (μεταφορικά) το αιδοίο