abrupteco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abrupteco | abruptecoj |
αιτιατική | abruptecon | abruptecojn |
abrupteco (eo)
- ο απότομος, προσβλητικός χαρακτήρας