abruptly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | abruptly |
συγκριτικός | more abruptly |
υπερθετικός | most abruptly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]abruptly (en)
- απότομα, με ξαφνικό, απροσδόκητο τρόπο
- απότομα, ξαφνικά, συνήθως με δυσάρεστο τρόπο
- απότομα, με αγενή τρόπο