absciso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absciso | abscisoj |
αιτιατική | abscison | abscisojn |
absciso (eo)
- (μαθηματικά) η τετμημένη