absentéisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
absentéisme < ausent < λατινική absens (γενική: absentis)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ap.sɑ̃.te.ism/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

absentéisme (fr) αρσενικό

  1. απουσιασμός (συχνές απουσίες από τη δουλειά (λόγω ασθένειας, προσωπικών λόγων, κλπ)
  2. η αποχή από τις εκλογές

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη absent