absido
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absido | absidoj |
αιτιατική | absidon | absidojn |
absido (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absido | absidoj |
αιτιατική | absidon | absidojn |
absido (eo)