absolutoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

absolutoire < λατινική absolutorius

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
absolutoire absolutoires

absolutoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θρησκεία) συγχωρητικός
  2. (νομικός όρος) αθωωτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]