absorbiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- absorbiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ρήμα absorbiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | absorbiĝas | absorbiĝanta | absorbiĝata |
αόριστος | absorbiĝis | absorbiĝinta | absorbiĝita |
μέλλοντας | absorbiĝos | absorbiĝonta | absorbiĝota |
υποθετική | absorbiĝus | - | - |
προστακτική | absorbiĝu | - | - |
absorbiĝi (eo)