abstinence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abstinence (en)
- αποχή πχ από εθιστική ουσία
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ap.sti.nɑ̃s/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abstinence | abstinences |
abstinence (fr) θηλυκό