abstinenco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abstinenco | abstinencoj |
αιτιατική | abstinencon | abstinencojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abstinenco < abstinenc- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abstinenco (eo)
- η αποχή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ίντο (io)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
abstinenco | abstinenci |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abstinenco (io)
- η αποχή