abtreiben
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈapˌtʁaɪ̯bn̩/ & /ˈapˌtʁaɪ̯bm̩̩/
- ⓘ
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ab‐trei‐ben
Ρήμα[επεξεργασία]
abtreiben (de)
- (μεταβατικό) (αεροπλάνο, πλοίο)προκαλώ παρέκκλιση από τροχιά
- (αμετάβατο) (κολυμβητής, πλοίο) παρεκκλίνω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (ein Kind) abtreiben: κάνω έκτρωση