abutmento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abutmento | abutmentoj |
αιτιατική | abutmenton | abutmentojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abutmento (eo)
- το αντέρεισμα
Ίντο (io)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
abutmento | abutmenti |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abutmento (io)
- το αντέρεισμα