acanthe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
acanthe acanthes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

acanthe (fr) θηλυκό