accelerate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας accelerate
γ΄ ενικό ενεστώτα accelerates
αόριστος accelerated
παθητική μετοχή accelerated
ενεργητική μετοχή accelerating

accelerate (en)