accepted

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός accepted
συγκριτικός more accepted
υπερθετικός most accepted

accepted (en)

  • αποδεκτός, που γενικά πιστεύεται ότι είναι αλήθεια
    It is generally accepted that his theories had a great impact on modern thought.
    Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι θεωρίες του είχαν μεγάλη απήχηση στη σύγχρονη σκέψη.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

accepted (en)